από την Πόπη Κοκονά
«Το χρώμα είναι η καθημερινή μου εμμονή, χαρά και βάσανο», δήλωνε άλλοτε ο μεγάλος κολορίστας του καμβά, ο «άνθρωπος που ζωγράφιζε τα νούφαρα», όπως θα μείνει λαϊκά γνωστός.
Διανοούμενος ζωγράφος και με παγιωμένη θέση για την τέχνη, ο γάλλος καλλιτέχνης ενδιαφέρθηκε περισσότερο για τη φευγαλέα εντύπωση που δημιουργούν τα χρώματα στον καμβά παρά για την ακρίβεια στην απόδοση των μορφών, γεννώντας στην πορεία ένα νέο κίνημα ζωγραφικής, τον γνωστό μας ιμπρεσιονισμό.
Που θεωρείται βεβαίως το πρώτο βήμα για την απελευθέρωση της αναπαραστατικής ζωγραφικής από τις δικλείδες του παρελθόντος και το εφαλτήριο για τη γέννηση της πραγματικά μοντέρνας τέχνης!
Και όλα θα ξεκινούσαν από τον άνθρωπο που απέρριψε τον ρεαλισμό για χάρη της αισθητικής εντύπωσης, με τις αντιξοότητες του βίου του, όπως η χρόνια κατάθλιψη, η φτώχεια, η μη αναγνώριση, οι τραγωδίες της ζωής του αλλά και η αρρώστια, να προσυπογράφουν το «καταραμένο» της γέννησης μιας μικρής επανάστασης...
Πρώτα χρόνια
Ο Όσκαρ Κλοντ Μονέ γεννιέται στις 14 Νοεμβρίου 1840 στο Παρίσι, μέσα σε εύπορη οικογένεια εμπόρων. Το 1845, σε ηλικία 5 ετών, ο Μονέ και η οικογένεια μετακομίζουν στο σημαντικό λιμάνι της Νορμανδίας, τη Χάβρη, όπου και πέρασε την παιδική του ηλικία, πλάι στον μεγάλο του αδελφό.
Οι σχολικές του επιδόσεις κρίνονται ικανοποιητικές, αν και του ίδιου δεν του άρεσε καθόλου ο περιορισμός της σχολικής αίθουσας: προτιμούσε να είναι ελεύθερος στο ύπαιθρο. Και βέβαια ήταν πάντα και η αγάπη για τη ζωγραφική! Γέμιζε τετράδια και βιβλία με παραστάσεις ανθρώπων, συνηθίζοντας για να διασκεδάζει να σκαρώνει καρικατούρες των καθηγητών του.
Κι ενώ η μητέρα του ενθάρρυνε διαρκώς τη φανερή ζωγραφική κλίση του μικρού, ο πατέρας του τον προόριζε για διάδοχο στην επιχείρησή του. Ο Μονέ βίωσε με μεγάλη σφοδρότητα την απώλεια της μητέρας του το 1857.
Γνωστός στην πόλη για τα ερασιτεχνικά πορτρέτα που φιλοτεχνούσε στους οικογενειακούς φίλους των γονιών του, ο Μονέ έρχεται σε επαφή με τον Ευγένιο Μπουντέν, γνωστό καλλιτέχνη τοπιογραφιών, ο οποίος λειτούργησε ως πρώτος του δάσκαλος στη ζωγραφική: ο Μπουντέν είναι που θα τον συστήσει στη ζωγραφική στο ύπαιθρο και θα του μεταλαμπαδεύσει την αγάπη του για τη φύση, αμφότεροι ακρογωνιαίοι λίθοι της κατοπινής δουλειάς του Μονέ...
Δύσκολη αρχή
Το 1859 ο Μονέ αποφασίζει να επιστρέψει στο Παρίσι για να κυνηγήσει το όνειρο της τέχνης: εκεί επηρεάστηκε από τους ζωγράφους της λεγόμενης Σχολής Μπαρμπιζόν και γράφτηκε έτσι στην ακαδημία καλών τεχνών Academie Suisse. Αυτή την εποχή γνωρίζει και τον άλλο εμβληματικό χρωστήρα των ιμπρεσιονιστών, Καμίλ Πισαρό, με τον οποίο θα συνδεθούν με βαθιά και μακρόχρονη φιλία.
Από το 1861-1862, ο Μονέ υπηρέτησε τη θητεία του στην Αλγερία, τα προβλήματα υγείας όμως θα φέρουν την απόλυσή του μια ώρα αρχύτερα. Έτσι, επιστρέφει στο Παρίσι, αρχίζει και πάλι μαθήματα σχεδίου και γνωρίζει την ομάδα των ομοϊδεατών καλλιτεχνών, με τους οποίους θα έμεναν γνωστοί ως «ιμπρεσιονιστές»: Ρενουάρ, Σίσλεϊ, Μπαζίλ.
Οι ζωγραφικές εξορμήσεις του Μονέ στο ύπαιθρο είχαν πια συντροφιά την κατοπινή διάσημη τριανδρία. Ο ζωγράφος κατάφερε να τρυπώσει στην περίφημη ετήσια παρισινή έκθεση Salon το 1865, με δύο πίνακές του με θαλασσινά θέματα. Παρά το γεγονός ότι η δουλειά του εκτιμήθηκε σε κάποιους κύκλους, ο ίδιος συνέχιζε να δοκιμάζεται οικονομικά.
Την επόμενη χρονιά έγινε και πάλι δεκτός στο σπουδαίο καλλιτεχνικό γεγονός του Παρισιού, με το Salon να επιλέγει αυτή τη φορά ένα πορτρέτο της Camille, τη σύντροφό του και μέλλουσα σύζυγο Camille Doncieux, η οποία ήταν κατά πολύ νεότερή του. Η ίδια θα λειτουργήσει ως μούσα του και θα απαθανατιστεί σε αναρίθμητους κατοπινούς του πίνακες.
Το ζευγάρι θα γνωρίσει πολλές δυσκολίες το 1867, όταν γεννήθηκε ο πρώτος γιος τους, Jean. Ο Μονέ μαστιζόταν από οικονομική ανέχεια και ο εύπορος πατέρας του, κάθετα αντίθετος στην επιλογή του να γίνει ζωγράφος, δεν βοηθούσε καθόλου το νεαρό ζευγάρι. Την επόμενη χρονιά, η χρόνια κατάθλιψή του και η οικονομική δυσπραγία θα φέρουν τον Μονέ ένα βήμα πριν από τον θάνατο: αποπειράται αυτοκτονία, προσπαθώντας να πνιγεί στον Σηκουάνα.
Ευτυχώς, η τύχη χαμογέλασε στον Μονέ βρίσκοντας την επόμενη χρονιά χορηγό: ο μαικήνας των τεχνών Louis-Joachim Guadibert πατρονάρει τον νεαρό καλλιτέχνη, επιτρέποντάς του έτσι να συνεχίσει το έργο του απερίσπαστος. Οι Μονέ και Camille παντρεύτηκαν τον Ιούνιο του 1870 και λόγω του ξεσπάσματος του Γαλλο-Πρωσικού Πολέμου το ζευγάρι αναγκάζεται να πάρει τον γιο του παραμάσχαλα και να μεταναστεύσει στο Λονδίνο.
Επιστρέφοντας στη Γαλλία στο τέλος του πολέμου, το 1872, ο Μονέ και η φαμίλια του εγκαθίστανται στη βιομηχανική πόλη Argenteuil, όπου και θα αναπτύξει προοδευτικά ο ζωγράφος την ιδιαίτερη τεχνική του και θα δέχεται συνεχώς επισκέψεις από τους ζωγράφους φίλους του, Ρενουάρ, Πισαρό και Μανέ, με την ομάδα να διαπιστώνει ότι έχουν πολλά κοινά στην τεχνοτροπία τους.
Ο Μονέ πολλές φορές δεν έμοιαζε ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα και δεν δίσταζε να καταστρέφει τους πίνακές του. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες, ο ίδιος έκαψε, έσκισε και διέλυσε περισσότερους από 500 πίνακες, αρνούμενος να συμβιβαστεί με τη μετριότητα. Τα ξεσπάσματα του θυμού του ακολουθούνταν από περιόδους μελαγχολίας και κατάθλιψης...
Μετρ του φωτός και του χρώματος
Ήταν σε συλλογική έκθεση του Απριλίου του 1874 που θα γινόταν η μικρή επανάσταση στη ζωγραφική: ο σπουδαίος πίνακας του Μονέ «Εντύπωση: Ανατολή Ηλίου», που αναπαριστούσε το λιμάνι της Χάβρης στην πρωινή ομίχλη, θα γινόταν το σκάνδαλο της έκθεσης, αναγκάζοντας τους κριτικούς να εφεύρουν τον όρο «ιμπρεσιονισμός» για να χαρακτηρίσουν την ιδιαίτερη τεχνοτροπία του ζωγράφου, αλλά και των συγγενών πνευμάτων. Ο πίνακας έμοιαζε πράγματι με προσχέδιο παρά με ολοκληρωμένο έργο τέχνης!
Παρά το γεγονός ότι ο όρος χρησιμοποιήθηκε μειωτικά και ο νέος τρόπος ζωγραφικής απεικόνισης δεν έτυχε θερμής υποδοχής, οι ιμπρεσιονιστές ήρθαν για να μείνουν. Απομακρυνόμενοι από τα κελεύσματα της κλασικής ζωγραφικής, ο Μονέ και η παρέα του χρησιμοποιούσαν ζωντανά χρώματα και ζωηρές, πηχτές πινελιές για να αποδώσουν το παιχνίδισμα του φωτός στον φυσικό κόσμο, βάζοντας την ακρίβεια της αναπαράστασης σε δεύτερο πλάνο. Ήταν σκάνδαλο!
Ο Μονέ και η παρέα του άρχισαν να εκθέτουν περιοδικά ως ιμπρεσιονιστές πια, με τη συνήθεια να καλύπτει όλη τη δεκαετία του 1880. Ταυτοχρόνως, η προσωπική του ζωή γνώρισε νέες τραγωδίες: η σύζυγός του αρρώστησε βαριά κατά τη διάρκεια της δεύτερης εγκυμοσύνης της (ο γιος τους, Michel, γεννήθηκε το 1878), με την υγεία της να επιδεινώνεται συνεχώς: πριν πεθάνει, οι πάμφτωχοι Μονέ πήγαν να ζήσουν με φιλικό τους ζευγάρι, με τον ζωγράφο να την απαθανατίζει διαρκώς στα έργα του, μέχρι και στο νεκροκρέβατό της.
Μετά τον θάνατο της Camille, ο συντετριμμένος Μονέ φιλοτέχνησε μια σειρά από «παγερούς» πίνακες, ενώ ήρθε κοντά με τη γυναίκα του φίλου του, Alice, με τους δυο τους να συνδέονται σύντομα ερωτικά.
Ο άντρας της ζούσε στο Παρίσι και δεν πήραν ποτέ διαζύγιο, με την ίδια και τον Μονέ (και τα παιδιά τους) να αποσύρονται το 1883 στην Giverny, τον τόπο όπου θα μεγαλουργούσε ο Μονέ βρίσκοντας νέα πηγή έμπνευσης. Μετά τον θάνατο του συζύγου της, Ernest, οι Μονέ και Alice ήταν πια ελεύθεροι να παντρευτούν (1892).
Στα τέλη της δεκαετίας του 1880 και κατά τη διάρκεια των επόμενων ετών, ο Μονέ θα κατάφερνε επιτέλους να εγκαθιδρυθεί στον χώρο της τέχνης, χαρίζοντας στην ανθρωπότητα μια σειρά από μνημειώδεις συνθέσεις, εμβληματικές για την ιστορία της τέχνης.
Ήταν στην Giverny που θα κατέληγε στο οριστικό ζωγραφικό του στιλ, με τα περίφημα νούφαρά του να απεικονίζονται πια σε αναρίθμητα έργα του.
Η επιδίωξη της ανεύρεσης του κατάλληλου φωτός και χρώματος στη φύση θα τον έφερνε πια σε ταξίδια σε όλη τη γαλλική επικράτεια, ενώ συχνά απαθανάτιζε το ίδιο θέμα σε διαφορετικές ώρες της ημέρας, όπως έκανε με τον Καθεδρικό της Ρουέν, που τον ζωγράφισε στο πρωινό φως, στο απομεσήμερο, με καλό καιρό, με συννεφιά κ.λπ.
Και βέβαια το 1900 ο Μονέ ταξίδεψε και πάλι στον Λονδίνο, μόνο και μόνο για να αποθεώσει ζωγραφικά τον Τάμεση!
Το 1911 ο Μονέ έπεσε σε βαθιά μελαγχολία, καθώς έχασε την πολυαγαπημένη του Alice. Την επόμενη χρονιά εμφάνισε καταρράκτη στο δεξί του μάτι, ενώ και στον χώρο της τέχνης γνώρισε απογοητεύσεις, καθώς οι ιμπρεσιονιστές δεν ήταν πια στην πρωτοπορία της ζωγραφικής: το νέο κίνημα των κυβιστών Πικάσο και Μπρακ απειλούσε να τους εξορίσει από την avant-garde θέση τους!
Υπήρχε βέβαια έντονο ακόμα ενδιαφέρον για τη δουλειά του Μονέ, ο οποίος πέρασε τα τελευταία αυτά χρόνια φιλοτεχνώντας τη σειρά με τους 12 πίνακες με τα νούφαρα για το παρισινό μουσείο Orangerie des Tuileries.
Σχεδόν τυφλός, με τον καταρράκτη να καλύπτει πια και τα δυο του μάτια, και την υγεία του συνεχώς επιδεινούμενη, η παραγγελία του μουσείου αποδείχτηκε ιδιαίτερα απαιτητική για τον ηλικιωμένο Μονέ. Ο ίδιος συμφώνησε να υποβληθεί τελικά σε εγχείριση για τον καταρράκτη το 1923...
Τελευταία χρόνια
Η κατάθλιψη έκανε και πάλι την εμφάνισή της στα κατοπινά αυτά χρόνια της ζωής του σπουδαίου ζωγράφου, με τον ίδιο να μην αφήνει ωστόσο ποτέ τον χρωστήρα από το χέρι.
Ο Μονέ πέθανε στις 5 Δεκεμβρίου1926 στο σπίτι του στην Giverny, όχι βέβαια προτού κλονίσει συθέμελα το οικοδόμημα της τέχνης και αλλάξει τη μορφή της ζωγραφικής αναπαράστασης εκ θεμελίων!
Ο ίδιος ήταν που άνοιξε την πόρτα στην αποδέσμευση της ζωγραφικής από τα ορόσημα του παρελθόντος, κάτι που θα οδηγούσε φυσικά στην ολοένα και μεγαλύτερη αφαίρεση των κατοπινών χρόνων. Δεν είναι εξάλλου καθόλου τυχαίο ότι σύγχρονοι αφαιρετικοί εξπρεσιονιστές, όπως ο Ρόθκο, ο Πόλοκ και ο ντε Κούνινγκ τον Μονέ παραθέτουν ως πνευματικό τους δάσκαλο...